Aπό
το βιβλίο: ΟΙ ΚΟΡΥΦΕΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ"
Συγγραφέας: Νίκος Μιχαλόπουλος
Ο Σκοτσέζος
ΚΑΠΟΤΕ, ΕΝΑΣ ΦΤΩΧΟΣ ΣΚΟΤΣΕΖΟΣ αγρότης, και δούλευε στο
κτήμα του, άκουσε τις φωνές ενός μικρού αγοριού, που
καλούσε σε βοήθεια. Είχε πέσει κατά λάθος σε έναν βάλτο
και το λασπώδες έδαφος τον είχε αρχίσει σιγά, αλλά
αποτελεσματικά, να το καταπίνει. Ο αγρότης χωρίς να το
σκεφτεί καθόλου, όρμησε να βοηθήσει το παιδί,
διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή.
Την επόμενη μέρα μια εντυπωσιακή άμαξα έφτασε έξω
από την πόρτα τον φτωχικού σπιτιού τον θαρραλέου αγρότη.
«Εσύ είσαι ο άνθρωπος που έσωσε τη ζωή του γιου μου;»
ρώτησε ο ευγενής και καλοντυμένος κύριος κατέβηκε από
την άμαξα.
Στη θετική απάντηση του αγρότη και προς έκφραση
ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του και την ηρωική πράξη, ο
πατέρας του παιδιού που είχε κινδυνέψει πρόσφερε ένα
πουγκί με χρήματα.
«Αποκλείεται να τα δεχτώ», απάντησε ο αγρότης, «έκανα
απλά το καθήκον μου και αυτό που έλεγε η καρδιά μου, και
που πιστεύω πως κι εσείς θα κάνατε για τον γιο μου».
«Αυτός είναι ασφαλώς ο γιος σας...», είπε ο καλοντυμένος
κύριος στον αγρότη, δείχνοντάς τον το παιδί που μόλις
είχε εμφανιστεί στην πόρτα, «...επιτρέψτε μου
τουλάχιστον να τον προσφέρω τη μόρφωση που απολαμβάνει
και το δικό μου παιδί και τίποτα άλλο. Εξάλλου, πάντα θα
τους ενώνει η πράξη σας».
Κι έτσι κι έγινε. Ο γιος τον φτωχού αγρότη παρακολούθησε
τα καλύτερα σχολεία και αποφοίτησε από την περίφημη
ιατρική σχολή της Αγίας Μαρίας, στο Λονδίνο. Ήταν ο
Αλέξανδρος Φλέμινγκ, ένας από τους πιο γνωστούς
ανθρώπους στον κόσμο ως ο πατέρας της πενικιλίνης, της
ουσίας που μερικά χρόνια αργότερα θα ξαναέσωζε τη ζωή
τον γιου του ευγενούς κυρίου, που δεν ήταν άλλος από τον
πατέρα του Ουίνστον Τσόρτσιλ, του πολιτικού που θα
έπαιζε έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη λήξη του Β
Παγκόσμίου Πολέμου, το μικρό εκείνο παιδί που δεν θα
είχε σωθεί, αν δεν βρισκόταν κοντά του ο φτωχός εκείνος
αγρότης, η πράξη καρδιάς η οποία έδωσε την ευκαιρία σε
δύο νέα παιδιά, σε δύο τόσο διαφορετικούς ανθρώπους από
τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα, να αλλάξουν τον κόσμο.
Καρότο, αυγό και καφές
ΕΝΑΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ, ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ από τις δυσκολίες
που συνεχώς έφραζαν τους δρόμους του και αρχίζοντας πια
να χάνει την εμπιστοσύνη στον ίδιο του τον εαυτό,
αποφάσισε να κάνει αυτό που ποτέ δεν φανταζόταν. Να
δώσει τέλος στη ζωή του. Κάθε προσπάθεια τον τελευταίο
καιρό τον οδηγούσε σε ένα καινούριο αδιέξοδο. Κάθε
πρόβλημα, που με πολύ κόπο έλυνε, ήταν η αρχή πολλών
καινούριων. Η αντοχή του είχε φτάσει στο τέλος. Και το
παραμικρό μπορούσε να τον οδηγήσει στην τελική
κατάρρευση.
Και αυτό το μικρό δεν άργησε να έρθει.
Στην προσπάθειά του να βράσει ένα αυγό να φάει και
μερικά καρότα να το συνοδεύσει, είδε την κουζίνα τον
σχεδόν να πιάνει φωτιά. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το
ποτήρι. Τα μηνύματα γύρω του ήταν μόνο αρνητικά. Τα
σημάδια τού έδειχναν έναν δρόμο που δεν ήθελε να
ακολουθήσει, αλλά ένιωθε απίστευτα κουρασμένος.
Καθάρισε με προσοχή την κουζίνα τον, νιώθοντας πως ήταν
η τελευταία φορά που θα το έκανε. Μάζεψε με υπομονή τα
σχεδόν λιωμένα καρότα και το σπασμένο παραβρασμένο αυγό,
που είχε γίνει εσωτερικά σχεδόν σαν πέτρα και αποφάσισε
να φτιάξει το τελευταίο του φλιτζάνι καφέ.
Με αργές κινήσεις πρόσθεσε τις δόσεις του καφέ στο νερό
που έβραζε και περίμενε σχεδόν χαμένος στις σκέψεις του
πάνω από το φλιτζάνι του, που σιγά σιγά είχαν αρχίσει να
γεμίζουν τα δάκρυά του.
Η μυρωδιά του καφέ τον χτύπησε ίσια στην καρδιά και
λιγότερο στη μύτη.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και άρχισε να σκέφτεται με
εκπληκτική ταχύτητα γεγονότα, συναισθήματα και
συμπτώσεις. Η ζωή του περνούσε από μπροστά του και δεν
την προλάβαινε. Άρχισε όμως να καταλαβαίνει. Οι ίδιες
καταστάσεις μπορούσαν να δημιουργήσουν τόσα διαφορετικά
αποτελέσματα και αυτό το έβλεπε τώρα καθαρά μπροστά του.
Τα καρότα μπήκαν σκληρά στο βραστό νερό και μαλάκωσαν.
Σχεδόν έλιωσαν και εξαφανίστηκαν.
Το αυγό μπήκε κι αυτό σκληρό εξωτερικά στο νερό και
μαλάκωσε μέχρι που έσπασε, ενώ το καλά προστατευμένο
μαλακό εσωτερικό του σκλήρυνε και δεν είχε ανάγκη πια το
τσόφλι.
Και ο καφές; Ο καφές επιβλήθηκε. Μπήκε στο βραστό νερό
και το άλλαξε. Άπλωσε το δυνατό του άρωμα, έγινε ένα με
αυτό και πια ήταν αδύνατον να το ξεχωρίσεις.
Αν η ζωή μου λοιπόν μπορεί να είναι σαν το βραστό νερό
με όλα τα καλά ή κακά, που αντό συνεπάγεται, εγώ τι
είμαι;
Καρότο, αυγό ή καφές;
Δυνατός, αλλά με τις δυσκολίες να λυγίζω και να χάνω τη
δύναμή μου; Επιφανειακά σκληρός, αλλά με ρευστό πνεύμα,
που αλλάζει ανάλογα με τις δυσκολίες ξεγελώντας εμένα
και τους γύρω μου, ή ικανός να μπορώ να αλλάζω τις ίδιες
συνθήκες, που προκάλεσαν τα παραπάνω και να γίνομαι
καλύτερος και πιο αποτελεσματικός, αλλάζοντας προς το
καλύτερο την κατάσταση γύρω μου;
Μπαλάκια, πέτρες, χώμα κι ένα φλιτζάνι καφέ
ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ να παίξει ένα δημιουργικό
παιχνίδι με τους μαθητές τον. Χώρισε, λοιπόν, την τάξη
του σε δύο ομάδες και έδωσε στην καθεμία τον ίδιο αριθμό
μπαλάκια του γκολφ, μικρές πέτρες, άμμο, από ένα
φλιτζάνι βρασμένο καφέ και μια μεγάλη, γυάλινη γυάλα,
ώστε να τα βάλουν μέσα.
«Προσπαθήστε να γεμίσετε όσο περισσότερο μπορείτε τη
γυάλα, ώστε ούτε αέρας να μην χωράει πια μέσα της.
Νικήτρια θα είναι η ομάδα που θα μπορέσει να γεμίσει
ασφυκτικά τη γυάλα της, χρησιμοποιώντας όσα περισσότερα
από τα υλικά που έχει μπροστά της».
Πραγματικά, οι μαθητές ρίχτηκαν με τα μούτρα στη
δουλειά. Και οι δύο ομάδες ξεκίνησαν με τα μπαλάκια τον
γκολφ, η μία όμως αϊτό τις δύο ομάδες γρήγορα κατάλαβε
πως τα μπαλάκια είχαν πολύ όγκο και άφηναν κενά πολλά
σημεία της γυάλας. Έτσι, γρήγορα έστρεψε την προσοχή της
στην άμμο. Την άδειασε όλη μέσα στη γυάλα και πολύ
γρήγορα την γέμισε μέχρι πάνω χωρίς ίχνος κενού σημείου
και περίμενε την κρίση του δασκάλου, σίγουρη για τη νίκη
της και τη γρηγοράδα της.
Η άλλη ομάδα συνέχιζε να παιδεύεται. Προσπάθησε, όμως,
και χώρεσε προσεκτικά όσα περισσότερα μπαλάκια μπορούσε,
σχεδόν τα έχτισε και περίμενε την αντίδραση του
δασκάλου.
Ο δάσκαλος κοίταξε προσεκτικά και ρώτησε: «Σίγουρα δεν
θα μπορούσατε να στριμώξετε και λίγες μικρές πέτρες
ανάμεσα στα μπαλάκια;»
Η ομάδα πραγματικά συνειδητοποίησε πως είχε βιαστεί, και
λίγες πέτρες όντως χωρούσαν μέσα στη γυάλα.
Αφού τις τοποθέτησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, κοίταξε
τον δάσκαλο και περίμενε την επιδοκιμασία του, σίγουρη
πως είχε κάνει το καλύτερο.
«Σίγουρα δεν μπορείτε να χωρέσετε και λίγη άμμο, αν την
ρίξετε προσεκτικά και την αφήσετε να γλιστρήσει από
πιθανά ελεύθερα περάσματα ανάμεσα σε μπαλάκια και
πέτρες, που ίσως τα μάτια σας να μη βλέπουν;» ρώτησε και
πάλι τους μαθητές, που κοιτάζονταν ξανά εντυπωσιασμένοι
μεταξύ τους.
Πήραν γρήγορα την άμμο και πολύ προσεκτικά άρχισαν να
την ρίχνουν μέσα στη γυάλα, κουνώντας την πού και πού,
ώστε να γλιστράει και να μπορεί να μπαίνει όλο και πω
βαθιά.
Όταν τέλειωσαν και μ’ αυτό, γύρισαν στον δάσκαλό τους,
σίγουροι πια για τη νίκη της ομάδας τους.
Και ο δάσκαλος ρώτησε, κοιτώντας και τις δύο ομάδες πια
με νόημα: «Και με τον καφέ τι θα γίνει; Είσαστε σίγουροι
πως δεν μπορείτε να βρέξετε με αυτόν το περιεχόμενο της
γυάλας σας;»
Τα μέλη και των δύο ομάδων κοιτάχτηκαν μεταξύ τους
Έριξαν προσεκτικά τον καφέ λίγο λίγο στη γυάλα κι όταν
τον είδαν να χωράει, κατάλαβαν το λάθος και τη βιασύνη
τους.
Ο δάσκαλος τους πλησίασε, τους έκλεισε στα χέρια του και
κάνοντάς τους να στρέψουν την προσοχή τους στα δύο
γεμάτες γυάλες, τους είπε: «Φανταστείτε τη ζωή σας
ολόκληρη σαν αυτές τις γυάλες. Τα μπαλάκια τον γκολφ
είναι οι σημαντικές σας στιγμές, οι στόχοι σας, τα
όνειρά σας, οι μεγάλοι σταθμοί σας. Πρέπει με κάθε τρόπο
να χωρέσουν. Οι μικρές πέτρες είναι τα αμέσως
σημαντικότερα πράγματα, που όμως κι αυτά χωράνε και
κάνουν το μείγμα πιο δυνατό και πω γεμάτο. Η άμμος είναι
οι λεπτομέρειες, καμιά φορά ασήμαντες, αλλά πολλές φορές
κάνουν τη διαφορά, έχουν θέση παντού και αν και δεν
μπορούν να σταθούν μόνες τους, τις έχουμε ανάγκη και
αξίζουν την προσοχή μας. Αν, όμως, γεμίσουμε τη ζωή μας
μόνο με αυτές και την ασημαντότητά τους, δεν θα έχουμε
χώρο για όλα τα σημαντικά, μικρά ή μεγάλα, σαν τα
μπαλάκια τον γκολφ και τις πέτρες».
«Κι ο καφές;» ρώτησαν όλοι μ’ ένα στόμα. «Ο καφές τι
ρόλο παίζει;»
«Ο καφές...», απάντησε ο δάσκαλος με νόημα και χαμόγελο
κοιτάζοντας τους μαθητές τον βαθιά στα μάτια, «...ο
καφές είναι οι μικρές ευχάριστες στιγμές, οι στιγμές
χαλάρωσης, ευχαρίστησης, ηρεμίας που μπορούμε να
μοιραστούμε με τους φίλους μας, τους αγαπημένους μας,
τους δικούς μας και χωράνε παντού και πάντα, όσο γεμάτη
και αν είναι η ζωή μας και πρέπει να τις προσφέρουμε
στον εαυτό μας ακόμα και σαν επιβράβευση, για το υπέροχο
και σοφό γέμισμα της γυάλας μας!!!»
Παραμύθι χωρίς αίσιο τέλος
Υπήρχε κάποτε ένας πολύ πλούσιος αγρότης που είχε μια
μεγάλη φάρμα. Ο αγρότης αυτός ήταν συλλέκτης αλόγων. Σε
ολόκληρή του τη ζωή συγκέντρωνε στη φάρμα του άλογα από
ολόκληρο τον κόσμο. Του έλλειπε λοιπόν μια συγκεκριμένη
σπάνια ράτσα αλόγου για να ολοκληρώσει τη συλλογή του.
Μια μέρα ανακάλυψε ότι στην γειτονική πόλη υπήρχε η
συγκεκριμένη ράτσα. Έτσι προσφέροντας στον ιδιοκτήτη του
αλόγου μια γενναία προσφορά κατάφερε να τον πείσει να
του το πουλήσει. Το σπάνιο αυτό απόκτημα ολοκλήρωνε και
τη συλλογή μιας ζωής!
Ένα μήνα αργότερα, το άλογο αυτό αρρώστησε και ο αγρότης
κάλεσε επειγόντως τον κτηνίατρο, ο οποίος αφού το
εξέτασε είπε: “Το άλογο έχει ένα μικρόβιο. Πρέπει να
πάρει αυτή την αντιβίωση για τρεις μέρες. Θα επιστρέψω
την τρίτη μέρα και αν δεν είναι καλύτερα, θα
αναγκαστούμε να του κάνουμε ευθανασία.”. Ο αγρότης ήταν
φοβερά δυστυχισμένος. Σε κοντινή απόσταση, το γουρούνι
άκουγε προσεκτικά τη συνομιλία τους. Την επόμενη μέρα οι
εργάτες της φάρμας έδωσαν το φάρμακο στο άλογο και
φύγανε. Το γουρούνι πλησίασε το άρρωστο ζώο και του
είπε: “Προσπάθησε φίλε μου. Βρες τη δύναμη να σηκωθείς
αλλιώς θα σε βάλλουν σε μόνιμο ύπνο!”
Τη δεύτερη μέρα επίσης του έδωσαν το φάρμακο και έφυγαν.
Το γουρούνι ξαναγύρισε και είπε: “Φιλαράκο σήκω πάνω
αλλιώς θα πεθάνεις! Έλα, θα σε βοηθήσω εγώ να σταθείς
στα πόδια σου. Πάμε!!! Ένα, δύο, τρία…”, τίποτα.
Την τρίτη ημέρα του έδωσαν το φάρμακο παρουσία του
κτηνιάτρου ο οποίος με λύπη είπε: “Δυστυχώς θα πρέπει
να το θανατώσουμε αύριο. Διαφορετικά το μικρόβιο μπορεί
να εξαπλωθεί και να μολύνει όλα τα άλλα άλογα.”
Όταν έφυγαν, το γουρούνι πλησίασε το άλογο και είπε:
“Άκουσε φίλε μου, ή τώρα ή ποτέ! Σήκω πάνω. Σήηηηηκω!
Έλα κουράγιο! Έεεεεεεελα! Σήκω! ΣΗΚΩ! Αυτό είναι,
σιγά-σιγά. Βάλε τα δυνατά σου. Πάμε, ένα, δύο, τρία….
ΠΑΜΕ! Μπράβο! Φανταστικά! Τώρα πιο γρήγορα, ΕΛΑ. Τα πας
υπέροχα! Τρέξε! Τρέχα πιο γρήγορα. Ναι, ΝΑΙ! Τα
κατάφερες. Είσαι πρωταθλητής!”
Εκείνη τη στιγμή ο ιδιοκτήτης της φάρμας επέστρεφε
λυπημένος. Βλέποντας έκπληκτος το άλογο να καλπάζει στο
λιβάδι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά του και άρχισε
να φωνάζει: “Έγινε θαύμα! Το άλογό μου θεραπεύτηκε. Το
άλογό μου έγινε καλά. Αυτό αξίζει πραγματικά να το
γιορτάσουμε. Ετοιμάστε ένα πλούσιο τραπέζι. Ας σφάξουμε
το γουρούνι!”
Όταν τέλειωσα το διάβασμα αυτής της ιστορίας ταράχτηκα
όπως ίσως κι εσείς. Κι ύστερα αναρωτήθηκα: Μήπως αυτό δε
κάνουμε πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι στη ζωή μας; Το
γουρούνι είναι ο θεμέλιος λίθος της επιτυχίας σ’ αυτό το
παραμύθι. Θα μπορούσε για μας να συμβολίζει έναν πιστό
σύντροφος που μας υποστηρίζει συνεχώς. Έναν καλό φίλο
που βρίσκεται πάντα κοντά μας όταν τον έχουμε ανάγκη.
Έναν αληθινό δάσκαλο που μας καθοδηγεί με αγάπη… Μας
εμείς σφάζουμε το γουρούνι! Τον σύντροφό μας, τον φίλο
μας, τον δάσκαλο μας. Τον σφάζουμε γιατί νοιαζόμαστε
μόνο για τις φιλοδοξίες μας, την απληστία μας, τη ζήλια
μας, την επιτυχία στη δουλειά μας, την υψηλότερη αμοιβή
μας, για να πάρουμε μεγαλύτερο σπίτι, καλύτερο
αυτοκίνητο κ.λ.π. Τον σφάζουμε γιατί όπως ο αγρότης δεν
έχουμε την επίγνωση ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας
μας οφείλεται σ’ αυτόν τον αφανή ήρωα που τον βλέπουμε
ως γουρούνι. Το πραγματικό γουρούνι βέβαια κρύβεται πίσω
απ’ τα μάτια μας.
(Θα μπορούσε επίσης το σφαγμένο γουρούνι να υποδηλώνει
τα πολύτιμα εκείνα αποκηρυγμένα κομμάτια του εαυτού μας,
τα χρυσά χαρίσματα που θάψαμε στο βάθος της συνείδησης
καθώς η ισοπεδωτική διαδικασία του εκπολιτισμού μας δεν
άφησε καθόλου χώρο για αυτά. Αυτό όμως είναι μια άλλη
ιστορία.)
Τα άχρηστα φύλλα
ΚΑΠΟΤΕ, ΔΥΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΙ στον δάσκαλό τους, μόλις
ολοκλήρωσαν τον κύκλο μαθητείας δίπλα τον και
ετοιμάζονταν να φύγουν πια μακριά τον για ν’ ανοίξουν τα
φτερά τους στη ζωή που τους περίμενε, τον ρώτησαν κάτι
τελευταίο: τι θα ήθελε να τον φέρουν σαν δώρο, ως
ελάχιστο φόρο τιμής στη σοφία που τους είχε χαρίσει.
Εκείνος, φυσικά, δεν ήθελε κανένα δώρο από τους μαθητές
τον και αυτό το ήξερε πολύ καλά, όμως, δεν θέλησε ν’
αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία που τον έδιναν, για
ένα τελευταίο μάθημα ζωής.
«Λοιπόν», απάντησε στους μαθητές τον, αφού τους
ευχαρίστησε για την αναγνώρισή τον εκ μέρους τους, «το
μόνο που θα ήθελα, είναι μερικά ξερά φύλλα από το δάσος.
Δεν θέλω, όμως, ούτε να τα κόψετε από κάποιο κλαδί, ούτε
και να είναι χρήσιμα σε κάποιον άλλο. Απλά, ξερά,
άχρηστα φύλλα πεσμένα στο έδαφος».
Οι μαθητές απόρησαν από την επιθυμία του δασκάλου τους
και κυρίως από την απλότητα και την ευκολία της, όμως,
έτρεξαν αμέσως να την πραγματοποιήσουν.
Μόλις βρέθηκαν στο δάσος, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν
ήταν ένας σωρός από ξερά φύλλα. Γρήγορα έσπευσαν να τα
μαζέψουν. Και τότε ακούστηκε μια αντρική φωνή να τους
παρακαλεί να τα αφήσουν. Ήταν η φωνή ενός γέρου χωρικού,
ο οποίος μάζευε τα φύλλα για να τα χρησιμοποιήσει ως
λίπασμα στο χώμα τον, ώστε η σοδειά τον να είναι
πλουσιότερη. Οι μαθητές, αφού φυσικά υπάκουσαν, όπως
άλλωστε ήταν και η επιθυμία του δασκάλου τους,
προχώρησαν πιο βαθιά στο δάσος. Γρήγορα ανακάλυψαν ένα
νέο σωρό από ξερά φύλλα και δίπλα έναν άλλον.
Ευχαρίστησαν την καλή τους τύχη και έσκυψαν να τα
μαζέψουν.
Τότε ακούστηκε η πρώτη γυναικεία φωνή, που εξηγούσε πως
ο πρώτος σωρός από τα φύλλα ήταν δικός της και τον είχε
μαζέψει για να τα κάψει και να ζεστάνει νερό να πλύνει
τα ρούχα της.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και αμέσως ακούστηκε η δεύτερη
γυναικεία φωνή. Ο δεύτερος σωρός ήταν δικός της και τον
είχε μαζέψει κι αυτή για να φτιάξει όμορφα μπουκέτα και
συνθέσεις από τα ξερά του φύλλα, τα οποία στη συνέχεια
θα μπορούσε να πουλήσει στο παζάρι για να βγάλει κάποια
παραπάνω χρήματα, να μεγαλώσει τα παιδιά της.
Οι μαθητές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συνέχισαν τον
δρόμο τους. Τα επόμενα άχρηστα ξερά φύλλα που συνάντησαν
αυτή τη φορά ανήκαν σε κάποιον φαρμακοποιό, ο οποίος,
αφού τα μάζευε, τα επεξεργαζόταν και έφτιαχνε από αυτά
φυτικά φάρμακα.
Ο επόμενος μικρός σωρός από ξερά φύλλα, που βρέθηκε στον
δρόμο τους, φάνηκε από την πρώτη στιγμή πως ήταν πολύ
χρήσιμος σε δύο μικρά πουλάκια, που έπαιρναν με προσοχή
ένα ένα τα φύλλα, τα ανέβαζαν σ’ ένα δέντρο και
προσπαθούσαν να φτιάξουν τη φωλιά τους.
Η επιθυμία τον δασκάλου τους είχε αρχίσει να παίρνει πια
νόημα μπροστά τους. Αυτό που αρχικά φαινόταν τόσο εύκολο
και ασήμαντο, τελικά δεν ήταν καθόλου.
Μετά από πραγματικά μεγάλη και άκαρπη περιπλάνηση στο
δάσος, ένα σημάδι επιτυχίας φάνηκε μπροστά τους. Ένα
ξερό φύλλο μόνο και ξεκομμένο επέπλεε πάνω στα νερά της
λίμνης. Στάθηκαν και περίμεναν. Δεν φαινόταν χρήσιμο σε
κανέναν. Δεν είχε κλέψει την προσοχή παρά μόνο των
ίδιων. Γρήγορα έσκυψαν, το μάζεψαν, το πρόσεξαν και τότε
κατάλαβαν. Επάνω τον βρίσκονταν δύο μικροσκοπικά
μυρμηγκάκια, που κινούνταν πέρα-δώθε στον στενό τον
χώρο. Αυτό το μικρό, ξερό, άχρηστο με την πρώτη ματιά
φύλλο ήταν η βάρκα της σωτηρίας τους και αν δεν υπήρχε
στον δρόμο τους, σίγουρα θα είχαν πνιγεί.
Άφησαν το φύλλο κάτω και έτρεξαν στον δάσκαλό τους.
«Δάσκαλε, δεν θα το πιστέψεις, όμως δεν καταφέραμε να
σον φέρουμε ούτε ένα ξερό φύλλο. Κάθε φύλλο που πιάναμε
ήταν χρήσιμο και σε κάποιον. Συγχώρεσέ μας, που δεν
μπορέσαμε να σον φέρουμε το δώρο που μας ζήτησες».
«Κι όμως, μου φέρατε το σημαντικότερο δώρο. Την απόδειξη
της γνώσης σας, της σοφίας σας και της συνείδησής σας,
πως τίποτα, ούτε ένα ξερό φύλλο δεν μπορεί να είναι
άχρηστο. Αυτό μην το ξεχάσετε ποτέ!»
Τα τέσσερα κεριά
ΚΑΠΟΤΕ, Σ' ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ και σκοτεινό δωμάτιο υπήρχε ένα
παιδί. Ένα παιδί μόνο τον και φοβισμένο από το σκοτάδι.
μοναδική τον δύναμη και ελάχιστο θάρρος παρέμεναν
τέσσερα κεριά, μικρά και αδύναμα, που έκαιγαν σε κάποια
γωνιά. Το παιδί δεν ήξερε τι να κάνει και πλησίασε τα
κεριά, για να ζητήσει τη βοήθειά τους και να τα
παρακαλέσει να δυναμώσουν τις φλόγες τους, ώστε να μη
φοβάται στο σκοτάδι.
«Σας παρακαλώ, πείτε μου, τι μπορώ να κάνω για να σας
κρατήσω ζωντανά κοντά μου;»
Και τότε το πρώτο κεράκι μίλησε.
Το παιδάκι αμέσως έσκυψε κοντά τον και το ρώτησε το
όνομά τον και το κεράκι απάντησε:
«Εμένα με λένε Αξιοπρέπεια και δεν βρίσκω τον λόγο να
συνεχίζω να προσπαθώ να κρατηθώ στη ζωή, αφού οι
άνθρωποι δεν μου δίνουν πια καμιά σημασία και με
περιφρονούν» κι έτσι όπως ξεστόμισε τις τελευταίες τον
κουβέντες, λες και ένα απαλό αεράκι πέρασε από πάνω του,
έσβησε.
Το παιδάκι αμέσως έτρεξε στο διπλανό τον και τον είπε:
«Κεράκι, σε παρακαλώ, πες μου τ’ όνομά σον και τι μπορώ
να κάνω για σένα».
Και το κεράκι με ξεψυχισμένη φωνή απάντησε:
«Εμένα με λένε Αλήθεια και δυστυχώς, δεν προλαβαίνεις να
κάνεις τίποτα για μένα, γιατί εδώ και πύρα πολύ καιρό οι
άνθρωποι με πληγώνουν και μου δείχνουν ότι δεν με θέλουν
πια κοντά τους» κι έτσι όπως με δυσκολία έλεγε τα λόγια
τον, έχοντας χάσει όλη τον τη δύναμη, έσβησε.
Το παιδάκι, τρομαγμένο πια για τα καλά, βλέποντας το
σκοτάδι να απλώνεται όλο και περισσότερο, έτρεξε στο
επόμενο κεράκι.
«Κεράκι, σε παρακαλώ, μη σβήσεις. Πες μου τ’ όνομά σον
και μείνε κοντά μου».
Το κεράκι, αν και έτοιμο να σβήσει, βρήκε την τελευταία
τον σταγόνα δύναμης και απάντησε:
«Τι κρίμα που συναντιόμαστε τώρα, που είμαι τόσο
αδύναμο. Εμένα με λένε Σεβασμό και απ’ ό,τι φαίνεται οι
άνθρωποι δεν με χρειάζονται πια, αφού δεν δείχνουν
σεβασμό ούτε στους άλλους, ούτε στον κόσμο γύρω τους,
ούτε και στον ίδιο τους τον εαυτό. Έτσι κι εγώ αποφάσισα
να τους αφήσω ήσυχους από την παρουσία μου» και χωρίς το
παιδάκι να προλάβει να πει ούτε μια κουβέντα, η φλόγα
από το κεράκι στη στιγμή χάθηκε.
Και καθώς το σκοτάδι πια απλώθηκε για τα καλά στο
δωμάτιο, μια τελευταία φωνούλα, αδύναμη αλλά
χαρακτηριστική, ακούστηκε από το τέταρτο κεράκι:
«Παιδάκι, έλα κοντά μου και μη φοβάσαι, εγώ δεν θα σε
αφήσω μόνο σου».
Το παιδάκι έτρεξε κοντά τον και ξαφνιασμένο από τη
μοναδική αισιόδοξη κουβέντα, που για πρώτη φορά μέσα στο
σκοτάδι άκουγε, ρώτησε αμέσως να μάθει ποιος ήταν αυτός
που το καλούσε κοντά του.
«Εγώ είμαι η Ελπίδα», είπε το κεράκι, «και όσο είμαι
κοντά σου μη φοβάσαι τίποτα, γιατί αν εσύ το θέλεις, όχι
μόνο δεν θα σβήσω, αλλά μαζί θα μπορέσουμε να
ξανανάψουμε και όλα τα προηγούμενα σβησμένα κεριά».
Το ξύλινο βαρέλι
ΚΑΠΟΤΕ ΖΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΒΑΡΕΛΑΣ.
Την εποχή εκείνη, που το νερό δεν υπήρχε σε κάθε
σπίτι, ο βαρελάς κάθε πρωί γέμιζε τα δύο του βαρέλια
με νερό από την πηγή του βουνού, τα φόρτωνε στο
γαϊδουράκι του και ξεκινούσε το κοπιαστικό του
ταξίδι στα γύρω χωριά, για να πουλήσει το νερό του.
Κάποια μέρα παρατήρησε πως το νερό στο ένα από τα
δύο βαρέλια όλο και λιγόστευε πριν καν ακόμα
πουλήσει την πρώτη τον σταγόνα. Το έψαξε καλά και
βρήκε πως πράγματι, το βαρέλι σε μία του πλευρά είχε
μια μικρή χαραμάδα από την οποία έτρεχε το νερό.
Προσπάθησε να την φτιάξει, ξαναγέμισε και
ξαναφόρτωσε το βαρέλι στο γαϊδούρι τον, αλλά και
πάλι τα ίδια. Το νερό, που με τόση δυσκολία είχε
συγκεντρώσει από την πηγή, έτρεχε και χανόταν πριν
προλάβει να το πουλήσει. Αυτό συνεχιζόταν για αρκετό
καιρό και το εντυπωσιακό ήταν πως ο βαρελάς μας δεν
πέταγε το ραγισμένο του βαρέλι, αντίθετα, το
γέμιζε κάθε πρωί και ας μην προλάβαινε να πουλήσει
το νερό του.
Κάποια στιγμή, όμως, το βαρέλι, απορημένο και
εντυπωσιασμένο από το αφεντικό τον, μίλησε και
ρώτησε:
«Αφεντικό, σε παρακαλώ, πες μου, γιατί με κρατάς και
δεν με πετάς, αφού δεν καταφέρνω πια να κάνω τη
δουλειά σου;»
Ο βαρελάς δεν απάντησε στο πληγωμένο βαρέλι του,
μόνο του είπε να κάνει υπομονή και αύριο το πρωί θα
του έδειχνε κάτι.
Πραγματικά, την επόμενη μέρα, αφού ξαναγέμισε τα
βαρέλια του νερό ξεκίνησε για το καθιερωμένο του
δρομολόγιο. Όταν μπήκαν στον μακρύ σκονισμένο
χωματόδρομο που περνούσαν κάθε μέρα και οδηγούσε στο
πρώτο χωριό, ο βαρελάς σταμάτησε το γαϊδούρι του και
είπε στο ραγισμένο του βαρέλι:
«Θέλω, σε παρακαλώ, να παρατηρήσεις τον δρόμο που
ανοίγεται μπροστά μας και να μου πεις τι βλέπεις».
Και τότε το βαρέλι παρατήρησε για πρώτη φορά, πως η
μία πλευρά του δρόμου που περνούσαν τόσον καιρό κάθε
μέρα παρέμενε ξερή και σκονισμένη, η άλλη, όμως,
εκείνη η πλευρά από την οποία ήταν το ίδιο φορτωμένο
στο γαϊδουράκι και έσταζε από τη σπασμένη του
χαραμάδα, είχε γεμίσει με πρασινάδες και λουλούδια
και ήταν γεμάτη από ομορφιά και αρώματα.
Τότε ο βαρελάς το κοίταξε και του είπε:
«Τώρα κατάλαβες γιατί δεν σε πέταξα; Γιατί μου έχεις
κάνει την ημέρα μου τόσο όμορφη και σ’ ευχαριστώ
μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό».
Ψύλλοι ή αετοί;
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ, Η ΦΥΣΗ μάς δίνει τα καλύτερα μαθήματα. Αν
δώσουμε κι εμείς στον εαυτό μας την ευκαιρία να
παρατηρήσουμε, ίσως καταλάβουμε πολλά.
Από τη μία, λοιπόν, έχουμε τον ψύλλο. Ξέρετε, ο ψύλλος
είναι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο, που έχει την
ικανότητα να πηδάει 800 φορές πιο ψηλά από το σωματικό
του ύψος. Πήρανε, λοιπόν, τον ψύλλο και τον κλείσανε σε
ένα κουτάκι ύψους 20 εκατοστών. Ο ψύλλος, φυσικά,
ξεκίνησε να κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά. Στην
προσπάθειά του, όμως, να πηδήσει ψηλά, χτύπησε το κεφάλι
του στο ταβάνι του κουτιού και πόνεσε. Προσπάθησε και
δεύτερη φορά. Το ίδιο αποτέλεσμα. Προσπάθησε και τρίτη.
Ξανά τα ίδια. Φυσικά, επειδή καθόλου δεν του άρεσε να
πονάει, περιόρισε το άλμα του στα 20 εκατοστά. Τότε
ξαναπήραν τον ψύλλο και τον έκλεισαν σε ένα κουτάκι
ύψους 10 εκατοστών. Ο κακομοίρης ο ψύλλος μας, ξανά τα
ίδια. Κάθε προσπάθεια και πόνος, κάθε πόνος και
απογοήτευση. Και
πάλι, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιορίσει
το άλμα τον στα 10 εκατοστά αυτή τη φορά. Το μαρτύριό
του, όμως, δεν σταμάτησε εδώ. Τον πήρανε τον ψύλλο μας
και τον έκλεισαν τώρα σε ένα σπιρτόκουτο. Δεν άργησε να
καταλάβει πως δεν μπορούσε και πάλι να κάνει αυτό που
ήξερε και μπορούσε, να πηδάει δηλαδή ψηλά. Περιόρισε και
πάλι το άλμα τον στο ύψος μόλις ενός σπιρτόκουτου. Και
κάπου εδώ τελείωσε το μαρτύριό του και ο ψύλλος μας
αφέθηκε και πάλι ελεύθερος στη φύση να κάνει ό,τι ήθελε
και ήταν προικισμένος από τη φύση του να κάνει. Μόνο που
δεν ξαναπήδησε ποτέ πιο ψηλά από το ύψος ενός
σπιρτόκουτου. Είχε πάρει καλά. το μάθημά του.
Από την άλλη, έχουμε τον αετό. Τον περήφανο αετό, που
εκεί κάπου στα σαράντα του χρόνια βρίσκεται μπροστά σε
ένα τεράστιο πρόβλημα για την ύπαρξή του. Σε ένα
τεράστιο δίλημμα για την ίδια τη ζωή του. Η μύτη του
έχει μεγαλώσει πάρα πολύ και έχει κυρτώσει υπερβολικά
προς το στόμα του, πράγμα που τον εμποδίζει να φάει. Τα
νύχια του έχουν κι αυτά μεγαλώσει πολύ, έχουν γυρίσει
προς το δέρμα του και δεν του επιτρέπουν πια να κυνηγάει
τα θηράματά τον. Και τα πούπουλά του έχουν βαρύνει
υπερβολικά και δεν μπορεί εύκολα να πετάξει. Δύο δρόμοι
ανοίγονται μπροστά του. Ο ένας είναι να αποδεχτεί τη
μοίρα του, να ευχαριστήσει τη φύση για όσα του πρόσφερε
και να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Ο άλλος είναι πολύ
διαφορετικός, και συνήθως τον ακλουθεί. Με όση δύναμη
του μένει ανεβαίνει στο πιο ψηλό βουνό, μόνος και
απομονωμένος για τρεις ολόκληρους μήνες, 90 ημέρες
απομόνωσης, όπου προσπαθεί να στήσει ξανά τον εαυτό τον
από την
αρχή. Στην πρώτη φάση σπάει τη μύτη τον, χτυπώντας την
με όση δύναμη έχει στα βράχια, αγνοώντας τον πόνο. Σε
πολύ σύντομο χρόνο ένα καινούριο, δυνατό και υγιές
κόκαλο θα έχει πάρει τη θέση της παλιάς τον μύτης. Με
αυτήν τώρα θα ξεριζώσει τα νύχια από τα πόδια του,
περιμένοντας να φυτρώσουν άλλα, νέα και γερά. Κι όταν
γίνει κι αυτό, με τα νέα του γερά νύχια θα μαδήσει τα
γερασμένα του πούπουλα, που τον εμπόδιζαν στο πέταγμά
τον. Μόλις συμβεί και αυτό, υγιής και δυνατός, είναι
έτοιμος για την περίφημη πτήση της αναγέννησης. Την
περίφημη πτήση προς μια ζωή, που θα κρατήσει άλλα
σαράντα ολόκληρα χρόνια. Εκεί που όλα είχαν τελειώσει,
άλλη μια ολόκληρη ζωή και χιλιάδες στιγμές απόλυτης
ελευθερίας και δύναμης ανοίγονται μπροστά τον.
Ο ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ
ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΟ ΟΡΕΙΝΟ χωριό της Ρωσίας ζούσε
κάποτε, πριν από αρκετά χρόνια, ένας μικρός σκοπευτής.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ήθελε να γίνει
άριστος σκοπευτής, μοναδικός και αποτελεσματικός στους
στόχους του. Λάτρευε το μικρό, παλιό, οικογενειακό όπλο
του, που χρησιμοποιούσε στην προπόνησή του και μόνο, και
φρόντιζε με φοβερή επιμέλεια. Πολύ συχνά, όμως, δεν
ήτανε ικανοποιημένος με τα αποτελέσματα των βολών του
και στενοχωριόταν. Αντιδρούσε, εκνευριζόταν και
απογοητευόταν. Ο δάσκαλός του τον παρακολουθούσε και τον
επανέφερε στην τάξη. Κάποια στιγμή, όμως, που τα
ξεσπάσματα του μικρού είχαν γίνει συχνά και έντονα και
οι ερωτήσεις του αγωνιώδεις για το πώς θα μπορούσε να
γίνει ένας πολύ καλός σκοπευτής, ο δάσκαλος του είπε:
«Σταμάτα για λίγο την προπόνηση, περιπλανήσου στο δάσος
και αν καταφέρεις να γυρίσεις πίσω με το νύχι μιας
αρκούδας, τότε να είσαι σίγουρος πως μπορείς να γίνεις
ένας μεγάλος σκοπευτής».
Ο μικρός θεώρησε την απάντηση του δασκάλου μια τεράστια
δικαιολογία στην προσπάθειά τον να τον διώξει από τα
μαθήματά του, αφού δεν πίστευε στις ικανότητές του και
φυσικά, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να πιάσει μια τεράστια
αρκούδα και να της αποσπάσει το νύχι.
Πραγματικά, απογοητευμένος και μην έχοντας τι άλλο να
κάνει, ο μικρός έφυγε για το δάσος.
Μετά από μερικές ώρες περιπλάνησης έπεσε πάνω στην πρώτη
του αρκούδα. Μεγάλη και επιβλητική. Ο φόβος τον είχε
παραλύσει και δεν έκανε απολύτως τίποτα. Απλά κάθισε
σχεδόν χωρίς ν’ ανασαίνει και την παρατηρούσε. Κάποια
στιγμή, η αρκούδα απομακρύνθηκε. Την άλλη μέρα, πάλι τα
ίδια. Ο μικρός στάθηκε στο ίδιο σημείο και περίμενε την
αρκούδα. Πράγματι, μετά από λίγο η αρκούδα φάνηκε. Η
τακτική ίδια. Την παρατηρούσε από μακριά και τίποτε
άλλο. Πέρασε έτσι σχεδόν ένας μήνας.
Ο μικρός είχε αρχίσει να συνηθίζει την αρκούδα χωρίς να
τρομάζει, και η αρκούδα εκείνον. Αυτό του έδωσε δύναμη
και άρχισε σιγά σιγά να την πλησιάζει όλο και πιο πολύ.
Κάθε μέρα και λίγο περισσότερο. Έτσι πέρασε άλλος ένας
μήνας και κάποια στιγμή βρέθηκε τόσο κοντά της, που
μπορούσε να την ταΐζει από το χέρι του φύλλα, καρπούς
και μέλι, χωρίς καν να την αγγίζει. Ο μικρός έψαχνε κάθε
μέρα την αρκούδα κι η αρκούδα εκείνον. Άλλος ένας μήνας
είχε περάσει και τώρα είχε φτάσει η εμπιστοσύνη τους σε
τέτοιο σημείο, που με μια βούρτσα της έτριβε το τρίχωμα
και της άρεσε. Προσεκτικά κάθε μέρα και με
πολλή αγάπη. Μία παράξενη φιλία είχε αρχίσει να
γεννιέται. Στο μυαλό του μικρού δεν υπήρχε τίποτα άλλο
πέρα από τις συναντήσεις του με την τεράστια φίλη του.
Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, ήρεμα και με τον ίδιο τρόπο.
Μια μέρα, έξι μήνες σχεδόν μετά την πρώτη τους
συνάντηση, ο μικρός παρατήρησε πως το πόδι της αρκούδας
ήταν ελαφρά πληγωμένο και ένα νύχι της κρεμόταν σχεδόν
κομμένο. Τότε, με τεράστια προσοχή πήρε το πόδι της στα
χέρια του και με προσεκτικές κινήσεις χωρίς να την
πονέσει έκοψε το νύχι της, προσφέροντάς της ανακούφιση.
Στιγμιαία έφερε στο μυαλό του τον δάσκαλό του. Είχε
περάσει τόσος καιρός και ο ίδιος, αν και απορροφημένος
απόλυτα στη νέα του απίστευτη καθημερινότητα, δεν είχε
βγάλει στιγμή από το μυαλό του την αιτία της περιπέτειάς
του. Πήρε λοιπόν τον δρόμο και έφτασε όσο πιο γρήγορα
κοντά στον δάσκαλό του. Περήφανος του έδειξε το νύχι της
αρκούδας και επιτέλους ζήτησε να μάθει τι σχέση μπορεί
να είχε αυτό με τη σκοπευτική του εξέλιξη, και αν θα
μπορούσε τελικά να τα καταφέρει.
Και τότε ο δάσκαλός του τον κοίταξε ευθεία στα μάτια σαν
ίσος προς ίσον, και του είπε: «Είναι δυνατόν ακόμα να
αμφιβάλλεις; Αφιέρωσες μισό χρόνο από τη ζωή σου σε κάτι
που δεν ήξερες καν τι μπορούσε να σημαίνει, σε κάτι
άγνωστο και επικίνδυνο. Να θυμάσαι πως είσαι ικανός να
κάνεις τα πάντα στη ζωή σου, αρκεί να θέλεις και να
πιστεύεις. Στη ζωή δεν χρειάζεται να περπατάς στη σκιά
κανενός. Η μεγαλύτερη αγάπη και πίστη είναι η αγάπη και
η πίστη στον εαυτό μας. Η επιμονή και η υπομονή σου σε
αντάμειψαν. Αυτά είναι τα πιο ευθύβολα και
αποτελεσματικά όπλα σου. Μην το ξεχάσεις ποτέ, ακόμα και
αν τα πράγματα προς στιγμή δεν πηγαίνουν, όπως τα έχεις
σχεδιάσει. Και να πιστεύεις πως υπάρχει πάντα ένα δώρο
γι’ αυτούς που μπορούν να περιμένουν και να ονειρεύονται
και να θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή, πως κάτω από το χιόνι
σχεδόν πάντα βρίσκεται ένας σπόρος, που την άνοιξη με το
φως του ήλιου θα γίνει ένα τριαντάφυλλο».
Ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης
ΚΑΠΟΤΕ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ χρόνια, ζούσαν στην παλιά
Αθήνα δύο φωτισμένοι μας δάσκαλοι, ο Πλάτωνας και ο
Σωκράτης. Ο Πλάτωνας ήταν μαθητής τον Σωκράτη.
Κάποια μέρα, σε μία από τις βόλτες τους, ο μαθητής
ρώτησε τον δάσκαλο:
«Δάσκαλε, σε παρακαλώ, πες μου, πώς μπορεί να καταλάβει
κάποιος, ότι ο δρόμος που έχει πάρει, θα τον οδηγήσει
στην επιτυχία;»
Ο Σωκράτης κοίταξε τον Πλάτωνα στα μάτια σκεφτικός, αλλά
δεν του έδωσε καμιά απάντηση.
Σε λίγο ο μαθητής, επίμονος και συνηθισμένος να παίρνει
απαντήσεις στα ερωτήματά του από τον δάσκαλό του,
ξαναρώτησε:
«Δάσκαλε, σε παρακαλώ, πες μου, πώς μπορεί να καταλάβει
κάποιος, ότι ο δρόμος που έχει πάρει, θα τον οδηγήσει
στην επιτυχία;»
Ο δάσκαλος ξανακοίταξε τον μαθητή τον στα μάτια, αλλά
και πάλι δεν τον έδωσε καμιά απάντηση.
Σε πολύ λίγο, όπως συνέχιζαν τη βόλτα τους, πέρασαν
δίπλα από κάποιο σιντριβάνι και τότε ο Σωκράτης άρπαξε
απότομα το κεφάλι τον μαθητή τον και το έβαλε μέσα στο
νερό τον σιντριβανιού και τον το κρατούσε εκεί, χωρίς να
μπορεί εκείνος να πάρει ανάσα την τελευταία στιγμή,
όταν δεν είχε μείνει πια καθόλου αέρας στα πνευμόνια τον
Πλάτωνα', τον τράβηξε το κεφάλι τον έξω από το νερό, τον
κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον είπε:
«Αν η ανάγκη γι’ αυτό που θέλεις να κάνεις είναι τόσο
μεγάλη, όσο η ανάγκη που έχεις αυτή τη στιγμή για ν’
αναπνεύσεις, τότε να είσαι σίγουρος ότι ο δρόμος που
έχεις διαλέξει, θα σε οδηγήσει στην επιτυχία».
Ο μοναχός
ΚΑΠΟΤΕ, ΕΝΑ μοναστήρι ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟ σε μια πλευρά
ενός βουνού, δέχτηκε την προειδοποίηση από το
τμήμα ασφαλείας της περιοχής για μια πολύ
επικίνδυνη καταιγίδα που πλησίαζε.
Η περιοχή ήταν δύσβατη
και αν συνέβαινε κάτι, δύσκολα θα μπορούσε να
πλησιάσει κάποιος για βοήθεια. Οι μοναχοί
άκουσαν τη συμβουλή των αρχών και πραγματικά,
μάζεψαν λίγα από τα πράγματά τους και αποχώρησαν
από το μοναστήρι,
μέχρι, τουλάχιστον, να περάσει η μπόρα.
Ο ηγούμενος, όμως, του μοναστηριού είχε αντίθετη
γνώμη. Προτίμησε να παραμείνει, έχοντας απόλυτη
εμπιστοσύνη στον Θεό του, πως ό,τι και να συμβεί
Εκείνος θα τον προστατέψει. Οι αρχές έκαναν τα
πάντα για να τον πείσουνε. Μέχρι και ο διοικητής
της μονάδας τον επισκέφτηκε στο μοναστήρι παρά
τη δυσκολία της κατάστασης, προσπαθώντας να τον
πείσει, αλλά δέχτηκε την ίδια απάντηση: «Μην
ανησυχείτε για μένα. Δεν μπορώ ν’ αφήσω το
μοναστήρι. Έχετε πίστη. Ο Θεός μας δεν θα με
εγκαταλείπει».
Κάποια στιγμή η μπόρα ξεκίνησε και ήταν ακόμα
χειρότερη από ό,τι την περίμεναν. Μια ομάδα από
τους μοναχούς τον μοναστηριού αποφάσισε να
προσεγγίσει το ήδη πλημμυρισμένο μοναστήρι με
βάρκα, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους για. χάρη
τον πιστού τους ηγούμενου. Όμως, ακόμα και τώρα
η απάντηση ήρθε ίδια και απαράλλαχτη: «Μην
ανησυχείτε για μένα. Δεν μπορώ να εγκαταλείπω το
μοναστήρι. Έχετε πίστη. Ο Θεός μας δεν θα με
εγκαταλείπει».
Όταν τα πράγματα έγιναν πραγματικά επικίνδυνα με
ελάχιστες ελπίδες σωτηρίας, ο στρατός έκανε μια
τελευταία προσπάθεια να σώσει τον ηγούμενο.
Έστειλε από αέρα μια ομάδα ειδικά εκπαιδευμένων
διασωστών στο μοναστήρι, που είχε αρχίσει να
εξαφανίζεται κάτω από τα νερά. Όμως, και αυτή η
προσπάθεια έπεσε στο κενό. Η απάντηση παρέμενε
ίδια: «Μην ανησυχείτε για μένα. Δεν μπορώ ν’
αφήσω το μοναστήρι. Έχετε πίστη. Ο Θεός μας δεν
θα με εγκαταλείπει».
Κάποια στιγμή, δυστυχώς, ο τεράστιος χείμαρρος
της μπάρας κάλυψε ολόκληρο το μοναστήρι και ο
ηγούμενος, που είχε ήδη ανέβει στη στέγη του για
να σωθεί, παρασύρθηκε από τα νερά και πνίγηκε.
Στον παράδεισο συνάντησε τον Θεό του.
Προσευχήθηκε και αμέσως του εξέφρασε τη θλίψη
του: «Θεέ μου, έχω ένα παράπονο από Σένα. Όλα
αυτά τα χρόνια έδειξα τόση αφοσίωση σε Σένα και
μέχρι την τελευταία στιγμή η πίστη μου σε Σένα
ήταν απίστευτα μεγάλη, όμως, Εσύ με εγκατέλειψες
και με άφησες να πεθάνω. Γιατί;»
«Μα τι είναι αυτά που λες, αγαπημένο μου παιδί»,
τον απάντησε ο Θεός, «εγώ έχω μείνει έκπληκτος
από την έλλειψη εμπιστοσύνης σον σε κάθε βοήθεια
που σου έστειλα με τον
διοικητή την πρώτη φορά, τους μοναχούς στη
συνέχεια και την ειδική ομάδα διάσωσης στο τέλος».
Ο Εχθρός
Το άλογο ζούσε ελεύθερο στο δάσος. Μια μέρα το
πλησίασε ο άνθρωπος. «Εσύ είσαι», του είπε, «το
πιο υπερήφανο, το πιο γρήγορο, το πιο όμορφο απ’
όλα τα ζώα. Καλπάζεις, ο άνεμος παίρνει τη χαίτη
σου, και όλοι σε θαυμάζουν. Ο λύκος τρέμει τα
δυνατά σου πόδια, η αλεπού ζηλεύει την εξυπνάδα
σου, το γεράκι δεν μπορεί να σε προφτάσει. Είσαι
το πιο ευγενικό και το πιο μεγαλοπρεπές ζώο.»
Το άλογο χλιμίντριζε όλη αυτή την ώρα
συγκαταβατικά.
«Θα έπρεπε εσύ να είσαι ο άρχοντας του δάσους,
όμως… Υπάρχει το ελάφι.»
Το άλογο έστρεψε τη μουσούδα του απορημένο.
«Αυτό το ύπουλο κτήνος σε μισεί. Θέλει να σου
κλέψει τη δόξα και το βασίλειο. Πάει στις
λίμνες, στα ποτάμια και στις πηγές και τα
βρωμίζει με τις ακαθαρσίες του. Ποδοπατεί το
χορτάρι για να μη βρεις να φας.»
Το άλογο ανήσυχο χτυπούσε την οπλή του στο
έδαφος.
«Και έμαθα πως σχεδιάζει να φέρει στα κέρατα του
το φίδι, όταν θα κοιμάσαι, για να σε εξοντώσει.»
Το άλογο ανασηκώθηκε στα πίσω του πόδια.
«Μην ανησυχείς, ω περιούσιο τετράποδο, υπάρχει
λύση. Θα με αφήσεις να σου φορέσω σέλα και
χαλινάρια, να σε καβαλικέψω, και μαζί θα πάμε να
εξοντώσουμε το δόλιο ελάφι. Έτσι θα μείνεις ο
μόνος και ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος.»
Το άλογο δέχτηκε. Ο άνθρωπος το καβαλίκεψε, πήρε
και το πιστό του τσιράκι –το σκύλο- και άρχισαν
το κυνήγι.
Σύντομα βρήκαν το ελάφι, το καταδίωξαν και το
σκότωσαν.
Πάνω από το κουφάρι το ελάφι έδειξε τα δόντια
του ευχαριστημένο. Ζήτησε από τον άνθρωπο να
κατέβει.
Εκείνος γέλασε και του έδωσε μια καμτσικιά.
«Δεν κατάλαβες. Τώρα εγώ είμαι αυτός που δίνει
τις εντολές. Προχώρα, λοιπόν.»
Ο ελέφαντας
ΚΑΠΟΤΕ, ΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕ τον γιο τον πηγαίνουν
στο τσίρκο. Εκεί σε μια γωνία υπάρχει ένας
ελέφαντας, ένας τεράστιος ελέφαντας, δεμένος από
το πόδι με ένα μικρό σχοινάκι.
Ο μικρός εντυπωσιάζεται και ζητάει από τον
πατέρα τον να πάει κοντά να τον αγγίξει. Ο
πατέρας τον, δείχνοντάς τον το μικρό σχοινάκι,
που δεν είναι ικανό να τον κρατήσει, τον λέει
πως ο ελέφαντας είναι σχεδόν ελεύθερος και ίσως
θα ήταν επικίνδυνο να τον πλησιάσουν. Ο μικρός,
όμως, επιμένει και για να τον πείσει ο πατέρας
τον για την επικινδυνότητα της προσέγγισης,
ρωτάει τον υπεύθυνο αν πράγματι μπορούν να
πλησιάσουν τον ελέφαντα, περιμένοντας, φυσικά,
να πάρει αρνητική απάντηση. Και τότε η απάντηση
που παίρνει τον αφήνει με το στόμα ανοιχτό, αφού
ο υπεύθυνος του απαντάει πως δεν υπάρχει κανένα
πρόβλημα να πλησιάσουν τον ελέφαντα, αφού είναι
δεμένος.
«Μάλλον με δουλεύετε», του απαντάει ο πατέρας
του μικρού αγοριού. «Είναι ποτέ δυνατόν αυτό το
μικρό, αδύνατο σχοινάκι να περιορίσει αυτό το
τέρας;»
«Ξέρετε», του λέει ο υπεύθυνος του τσίρκου, «από
την ημέρα που γεννήθηκε αυτό το ελεφαντάκι, το
δέναμε από το πόδι του με αυτό το ίδιο σχοινάκι.
Προσπάθησε πολλές φορές να το σπάσει για να
ελευθερωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ, όσο ήταν
ακόμα μικρό. Κάποια στιγμή το πήρε απόφαση, πως
αυτό το σχοινί θα το κρατάει για πάντα δεμένο
στη θέση του και τώρα που μεγάλωσε και η δύναμή
του στην πραγματικότητα είναι τεράστια, ο ίδιος
δεν το καταλαβαίνει και μένει αιχμάλωτος αυτού
του μικρού σχοινιού, που θα είναι για πάντα η
φυλακή του».
Η δημοφιλέστερη διδακτική ιστορία
Η τέχνη της συμβίωσης. Ένας Ινδιάνικος μύθος
Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει
πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της
φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο
πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και
το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις
ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
“Αγαπιόμαστε” αρχίζει ο νέος.
“Και θα παντρευτούμε” λέει εκείνη.
“Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…”
“Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα
φυλαχτό…”
“Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για
πάντα μαζί.”
“Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας
στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον
Μανιτού, την ημέρα του θανάτου”.
“Σε παρακαλούμε” ικετεύουν, “πες μας τί μπορούμε
να κάνουμε…”
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους
βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να
λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
“Υπάρχει κάτι …” λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά
από αρκετή ώρα. “Αλλά δεν ξέρω…είναι ένα έργο
πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.”
“Δεν μας πειράζει” λένε και οι δύο.
“Ό,τι και να’ ναι” επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
“Ωραία” λέει ο μάγος. “Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το
βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει
να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός
από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να
κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του
βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ
ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο.
Κατάλαβες;”
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
“Κι εσύ Άγριε Ταύρε” συνεχίζει ο μάγος, “πρέπει
να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν
φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους
τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα
δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις
και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια
μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο….Πηγαίνετε
τώρα.”
Οι δυο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι
ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να
εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε.
Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του
μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια
πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του
ζητήθηκε.
Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις
τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό
που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να
τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι
πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του
είδους τους.
“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.
“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε….Και
τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα
πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”
“Όχι” λέει ο γέρος.
“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα
από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.
“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ότι σας λέω.
Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα
πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες…Αφού τα
δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν
ελεύθερα.”
Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι
ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος
ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν,
αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να
στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα
λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να
πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το
ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.
“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό
που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας
αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον
άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο
θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή
γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον
άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για
πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.”
Ποιος είναι
ο δυνατός;
Ποιος είναι ο
δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
- Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι
όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι.
- Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους.
Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά
τους.
- Αυτός που
γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες.
Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια
στιγμή, μέσα σ'αυτό το χαλασμό, απλώνει τα
παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες
και στολίζει τα μαλλιά τουτός
είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι
έσπασε.
Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα,
ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω απ' τις
μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή
στα μάτια το Θεό και ψιθύρισε:
- Γεια σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
«Πρόσεξε μην
ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την
περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ’ ένα λουλούδι
στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να
ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος. Έτσι
συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το
καιρό να σηκωθείς. Τ” αγάλματα μόνο δε λυγάνε».
Ονειρεύονται… και ελπίζουν…